αμυγδαλοσπάστης

αμυγδαλοσπάστης
και μυγδαλοσπάστης, ο
ο αμυγδαλοθραύστης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + -σπάστης < σπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] …   Dictionary of Greek

  • μυγδαλοσπάστης — ο βλ. αμυγδαλοσπάστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”